- χυδαιόγλωσσος
- -η, -ο, Ναυτός που χρησιμοποιεί χυδαία, απρεπή γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Χρ. Φιλητά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χυδαιόγλωσσος — η, ο αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek